παραμυθητικόν

παραμυθητικόν
παραμῡθητικόν , παραμυθητικός
consolatory
masc acc sg
παραμῡθητικόν , παραμυθητικός
consolatory
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραμυθητικός — ή, ό / παραμυθητικός, ή, όν, ΝΑ [παραμυθητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραμυθία, στην παρηγοριά, που ανακουφίζει, απαλύνει τον πόνο κάποιου άλλου, ιδίως τον ψυχικό, ο παρηγορητικός 2. αυτός που αποβλέπει στην παραμυθία, στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”